Новогреческий словарь
χλώριο
χλώριο
το хим.
хлор
;
βάζω ~ — хлорировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хлор
? —
χλώριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
χλώριο
? — хлор
#
(ново)греческий словарь
—
ερυθριώ
—
αλληλασφάλεια
—
τρόλλεϋ
—
υπόδημα
—
ένδεια
—
κουδουναραίοι
—
εσχατιά
—
αχρείαστος
—
ανεξαρτοποιημένος
—
αναπεπταμένος
—
αποθερίζω
—
αναστέναγμα
—
αντεισαγγελέας
—
ψηκτροποιός
—
γαϊδουροφόρτι
—
χαμογέλασμα
—
καθαρτήριο
—
ανθολόγιο
—
μακαρονάδα
—
αναίματος
—
επιχαίρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве