|
оскоплять, кастрировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оскоплять? — ευνουχίζω как на (ново)греческом будет слово кастрировать? — ευνουχίζω как с (ново)греческого переводится слово ευνουχίζω? — оскоплять, кастрировать — πολυφλύαρος — οργανοπλαστία — επίτευγμα — μικροκλιματολογία — αμάκας — εκφυλλίζω — ασφαλιστικό — ετεροαιμοθεραπεία — φωτοσυνθετικός — πονοψυχιά — ιπποστάσιο — αντικείμενο — μυτοτσίμπιδο — άλοχος — μαθητευόμενος — ρηγόπουλο — εννεάκις — διψήφιος — διαχασματικός — μεσάντρα — υποκαπνισμός |
|||