|
η поражение (тж. спорт.); εκλογική ~ — поражение на выборах; υφίσταμαι (или παθαίνω) ~ — терпеть поражение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поражение? — ήττα как с (ново)греческого переводится слово ήττα? — поражение — μουσικότητα — σκυλοπνίχτρα — αρώτηγος — καψούρα — αμπελοκαλλιεργητής — αμάτωτος — φαμελίτης — ρούνοι — τζαμόπορτα — προβάδιση — ολόγδυμνος — διπλοψήφιση — μετεωρολογικός — επήλθα — ακροβατώ — τρισχίλιοι — μηδόλως — λιθομύλη — εκποιημένος — διαποτίζω — τεϊοδόχη |
|||