|
το палец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палец? — δάχτυλο как с (ново)греческого переводится слово δάχτυλο? — палец — ξεβρακώνω — γαλανόλευκη — εξομολόγηση — γύμνωμα — τρομπάρισμα — περίπτυξη — αμνός — πολέμαρχος — αντάρτισσα — αστραχώνω — λυκειακός — ελεεινός — βουδδισμός — αλική — υπαγορεύω — τεκτονική — χρυσοβάφω — εθνοπροδότης — αφιερωτής — τζάγκουαρ — λεμβουργείο |
|||