δικολόγ|ος

формы словаβ
δικολόγ|ος
ο ист. адвокат



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово адвокат? — δικολόγος
как с (ново)греческого переводится слово δικολόγος? — адвокат


ανεπιφύλακτασυνεδρίαεπίκλειστρονδικτατορικόςκαταδιωκτικόςκαβουρδιστήριγεροπαραλυμένοςγδικώνομαικοψομεσιάζωτσομπάνηςνανοηλεκτρονικήχρησιμοποιώδίγλωσσοςπροσκυνητριαυπεργόμωσηοδαλίσκηπαραλογιέμαιαρεστάαλφάβητοςαυτόνομαλέκιασμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit