|
ο импресарио #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импресарио? — ιμπρεσάριος как с (ново)греческого переводится слово ιμπρεσάριος? — импресарио — κούρσος — εδαφιαίος — δαιμονίζομαι — εγκεφαλοσάρκωμα — παραπληξία — ξέρραμα — αναμορφωτικός — χυμευτικός — υπερένταση — μαλακιστήρι — γκιοστέκι — παράρτημα — σακκολαίφη — συντήκω — διαπλέκω — αποχετευτικός — καλάρισμα — αμηχανώ — παιδεραστία — βαμβακόπετρα — σύρμα |
|||