|
η кворум; μή υπαρχούσης ~ς — за отсутствием кворума #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кворум? — απαρτία как с (ново)греческого переводится слово απαρτία? — кворум — άνυδρος — οξύληκτος — αφοδράριστος — πίβουλος — σταλίδωμα — χειριστικός — μοναρχώ — πνευστός — αντίπλευρος — κατατυραννώ — προσοδοφόρο — ανεμουρίζομαι — ενταλματήριον — μαγγάνισμα — χαλκοτοπία — εγχελύδιον — φωλιασμένος — προκαταλαμβάνω — μπορετός — γιαπωνέζικα — διαστυλώνω |
|||