Новогреческий словарь
επιφύομαι
επιφύομαι
нарастать
на чём-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нарастать
? —
επιφύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιφύομαι
? — нарастать
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοπερκρρόνηση
—
ακαταστάλαχτα
—
έμπροσθεν
—
δεκαήμερος
—
ζυγίζω
—
χαρτονόμισμα
—
αισθηματολόγημα
—
ψυχολατρεία
—
θεοκρασία
—
επισυνέβην
—
ακούμπωτα
—
γαλακτοθεραπεία
—
ανατομείο
—
σκοπευτικο
—
ευτύχημα
—
ευθυμογράφος
—
προαλείφομαι
—
υπαστυνόμος
—
ποντικότρυπα
—
πανωλεθρία
—
βοτανολόγιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве