|
нарастать на чём-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нарастать? — επιφύομαι как с (ново)греческого переводится слово επιφύομαι? — нарастать — ενεργούμαι — σβώ — βροχάρα — γλιστερός — φιλόξενα — τετράεδρο — περιγράφω — υπαναχώρηση — τεϊοποσία — σπινθηριστής — αγίαση — πηλοβατώ — αδιαοκόρπιστος — φρικιάζω — εφυάλωση — πλοηγία — υφάντρια — ελαιοειδής — γρατσούνισμα — βράστη — επανορθωτός |
|||