μυογράφ|ος

формы словаβ
μυογράφ|ος
ο мед. миограф



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово миограф? — μυογράφος
как с (ново)греческого переводится слово μυογράφος? — миограф


μυροβόλοςακονιστικόςνύχτωμαόμβριοςαντισπασμωδικόςαπορροφάωακλαστοςμικροφυτικόςλαθρέμποραςκατοίκησημελτέμιαλχημιστήςπλινθοποίησηθερμασιάανυψώνωενορχήστρωσηβιολετίαξέφραστοςαποκοτιαίνωκαταισχύνηαλαφάκι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit