|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τυχερό? — — λειτουργία — τρελαμάρα — πρακτόρισσα — βελάκι — καβαλητά — ενδοσκόπηση — πλεξιά — πέρασμα — υπάλληλος — τυφλοσύρτης — κατάρρευση — ασδερεύω — αλλαξοθωριάζω — μπαμπακούλης — μυρέψημα — καματάρης — χλίανση — φυτοπλαγκτόν — μέση — εσωτρόπιο — αναψηλαφώ |
|||