|
уст. единокровный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единокровный? — όμαιμος как с (ново)греческого переводится слово όμαιμος? — единокровный — πνιγηρός — έξυσα — παστίλλια — απογειώνομαι — ασηπτικός — γλυτώνω — μακρύνω — κλίνη — πνευμάτωση — κρυπτογράφηση — σκουντουφλιάζω — δεκάδραχμο — ευπειθώς — μίζα — αποκαρδισμός — τερματίζομαι — Κοινωνία — παντελονάκι — Τουρκά — οφιόδηκτος — λέμφωμα |
|||