|
το кишка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кишка? — άντερο как с (ново)греческого переводится слово άντερο? — кишка — επιρράπτω — ποταμόχωστος — δόση — Σλαύα — εθνοκρατισμός — διχοστασία — εμμηνόρροια — καρτέρημα — σηματολόγιο — χρονοφωτογραφώ — αρμεχτός — αναβλύζω — βουτυροκομείο — χαλινάρι — εμβρυολογικός — σηροτροφικός — χοχλακίζω — γνωμάτευση — λαλουμένη — νοητικός — αποσφάζω |
|||