Новогреческий словарь
επικοινωνιακός
επικοινωνιακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικοινωνιακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
έκνομος
—
λιόκαυτο
—
πτηνοτρόφος
—
φυγοπονώ
—
ανεψιός
—
επαργίλλωση
—
Καυκάσιος
—
χωροδεσπότης
—
νοτιάς
—
τραγικό
—
αβόλετος
—
αήρ
—
υπέρτατος
—
γεφυρόστρωση
—
μονόπλευρος
—
φραγκικός
—
νεφελόμετρο
—
πορσελλάνινος
—
διερμηνέας
—
καθολικισμός
—
αμποριάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве