|
η абрикос (дерево) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово абрикос? — καϊσιά как с (ново)греческого переводится слово καϊσιά? — абрикос — επισφραγίζω — οντολογικώς — λειχούδικος — μακαντάσης — μακροημερεύω — υδρόφιλος — ανασκάπτω — συντάσσοντας — αυθαιρετώ — λευκοφρουρός — κακκαδιάζω — αγαλματολατρεία — κρανιομετρία — περαίωση — Χερουβίμ — αναχρονιστικός — συσπουδαστής — πιστόνι — γαργαρισμός — αμπελοφιλόσοφος — αποκουμπώνω |
|||