|
η мамалыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мамалыга? — μαμαλίγκα как с (ново)греческого переводится слово μαμαλίγκα? — мамалыга — μούχτι — υποκύπτω — ρεζεντά — ματόχαντρο — φαγανός — γλίτζα — ανασυντάσσω — μακροσυγγενής — ανθρωπολογικά — πόνημα — γενναριάτικος — λεπτοδουλεμένος — απώλητος — περισκωληκοειδικός — κοκκορεβυθιά — ελασσον — πικρόγελως — στρογγυλαίνω — τριχωτός — αναλύομαι — μιμητικότητα |
|||