|
ο мор. сигнальщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигнальщик? — σηματωρός как с (ново)греческого переводится слово σηματωρός? — сигнальщик — φθείρομαι — αγκιστρωτός — ασημοκλαίω — τρίψιμο — σοϊλήτικος — οδοντάγρα — διανάπαυση — μελανούρι — πιλαλώ — συλλογεύς — γομπιασμένος — βαρκάρισμα — μπιστόλι — μπανιαρισμένος — εγερσιμότητα — γραμματοκομιστής — Αφγανός — αχαμνά — σπορικό — σκηνικός — δίκαιος |
|||