|
пифагорейский; ~ειο θεώρημα — теорема Пифагора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пифагорейский? — πυθαγόρειος как с (ново)греческого переводится слово πυθαγόρειος? — пифагорейский — γαλλομαθής — αλωνισμός — τυχοδιώκτης — μοταιοδοξώ — παγκοσμιοποιώ — αναρροφητήρας — συμπεριληπτικός — τεχνητός — καρχαρίας — ερπετολογία — εγκάθειρξη — γεφυροδοποιία — μινιμαλιστικός — κατάχλωμός — αιχμαλώτισμός — κατσαρόλα — αθλήτρια — μακροκλιματολογία — ξέδομα — ακατάφερτος — αλυσωμένος |
|||