|
марганцевый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марганцевый? — μαγγανησιούχος как с (ново)греческого переводится слово μαγγανησιούχος? — марганцевый — κτήριο — κωλοσέρνομαι — αρχονταίνω — εξοστρακισμός — αργατολόγος — μασκοφόρος — γκιουβέτσι — τιτύβισμα — οιδίζω — διαβάτης — αντεπιστροφή — νάμα — κοσσίζω — αναρροφητικά — βλασφημώ — απιστομίζω — μονώνυξ — αρχειακός — ανεξόφλητα — κυνολύκος — φρίκη |
|||