|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλαστικό? — — οφειλόμενος — μασκαραλίκι — λιακωτό — ενοίκησις — ακτινογράφηση — κανναβάτσα — αστάχυ — χεροπάνι — συντοπίτισσα — επιστράτευση — τουρκομερίτικος — χρεμέτισμα — ξανθομάλλικο — Μαυρομάτης — αυγερινός — διάστημα — ακτινοβόλημα — ου — αντιπαραβάλλω — γκιούλαϊ — εξάχρονος |
|||