|
(αόμ. διακατέσχον) (прочно) владеть,обладать (и.чуществом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово владеть? — διακατέχω как на (ново)греческом будет слово обладать? — διακατέχω как с (ново)греческого переводится слово διακατέχω? — владеть, обладать — ολονυκτία — δαδοκοπώ — στέργω — έδρανον — λησμονιάρης — αμφισημία — ψαρίλα — ένθερμος — συμπεριφορικός — αμφισβητούμενος — κουτσοδιαβασμένος — ωτορραγία — απέρχομαι — υδροδοτούμαι — παρήλιος — ασβέστης — απαγγέλλω — μίνιο — άθλο — εξοπλιστής — ογρός |
|||