Новогреческий словарь
δαφνοστεφανωμένος
δαφνοστεφανωμέν|ος
увенчанный лавровым венком
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
увенчанный лавровым венком
? —
δαφνοστεφανωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαφνοστεφανωμένος
? — увенчанный лавровым венком
#
(ново)греческий словарь
—
ορθοτροπισμός
—
ζητιανάκι
—
σιγουράρισμα
—
δικινητήριος
—
αυτοσυνείδηση
—
κιονοστάτης
—
αποστιλβώνω
—
κηρύττω
—
πελαγίζω
—
νοικιασμένος
—
βουλευτικός
—
ευπραγώ
—
στριφόκερος
—
προθετική
—
πυλωρός
—
ζύγιασμα
—
συμβεβλημένος
—
κατάστημα
—
σαχλαμάρα
—
ψευδολόγος
—
πληρότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве