|
η хим. автооксидация, самоокисление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автооксидация? — αυτοξείδωση как на (ново)греческом будет слово самоокисление? — αυτοξείδωση как с (ново)греческого переводится слово αυτοξείδωση? — автооксидация, самоокисление — δεντρουλλάκι — μίσεμα — φουσκωμένος — παραβάλλω — κασεράκι — πρασινογάλαζος — κοντοχωρίτης — κυριακάτικα — ρεφορμιστικός — αξεμολόγητος — παπούτσι — στοιχειοχυτήριο — χεροβολιάζω — εμποροπλοίαρχος — αραποβλογιά — γρυλλισμός — συμβατότητα — χαραδρώδης — αισθησιορχικός — μορταρία — πολεοδομώ |
|||