|
η убеждение; διά τής ~ούς — убеждением; η μέθοδος τής ~ούς — метод убеждения; επιδρώ μέ τήν ~ — действовать путём убеждения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убеждение? — πειθώ как с (ново)греческого переводится слово πειθώ? — убеждение — μωρούλι — συνδεσμώτης — αντιπαράθεση — χαριεντίζομαι — αμπελόχα — διπλά — πλαγιοφύλαξη — τριανταφυλλύς — οίκημα — βιγλάτορας — ξανθούλα — τρίμορφος — ιχθυώδης — προσαρμοστικότητα — καρβελάκι — εύφημος — κουκουνάρι — ούη — αμαξηλάτης — γυάλισμα — θαλασσοπόρος |
|||