|
от κρεμώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρέμαμαι? — — πένης — αντιστοιχίζω — ψαύση — δενδροφυτεία — μερακλήδισσα — ελικοκέρατος — στρογγύλωμα — μαγαζιάτορας — ιστοχώρος — μηλοπέπονο — δεκαεξάκις — μικροκαβγαδάκι — έδεσα — κέλυφος — μελλοντικός — μετεωροειδές — οργανομεταλλικός — αιγοκλέπτης — διαλάληση — τεσσαράκοντα — ξένιος |
|||