σαλάγισμα

формы словаβ
σαλάγισμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σαλάγισμα? —


ωσαύτωςχασισοπότηςμεθοδιστήςαδέσμευτοςστεφάνιοαεροκοπανώκαταχωννύωστραβόξυλοαγριότοποςκλειστοφοβικόςμουσακάςαπρόσληπτοςανεξάγνιστοςδιαγωνίζομαιλάθοςπολυτεχνισμόςΓαλλίαβουδιάφωτογενήςθεατρόφιλοςορφάνευμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit