|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαλάγισμα? — — ωσαύτως — χασισοπότης — μεθοδιστής — αδέσμευτος — στεφάνιο — αεροκοπανώ — καταχωννύω — στραβόξυλο — αγριότοπος — κλειστοφοβικός — μουσακάς — απρόσληπτος — ανεξάγνιστος — διαγωνίζομαι — λάθος — πολυτεχνισμός — Γαλλία — βουδιά — φωτογενής — θεατρόφιλος — ορφάνευμα |
|||