Новогреческий словарь
παρεξηγούμαι
παρεξηγούμαι
обижаться; сердиться
;
~ήθηκε или είναι ~ημένος μαζύ μου — [phrase]он рассердился на меня[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обижаться
? —
παρεξηγούμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
сердиться
? —
παρεξηγούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρεξηγούμαι
? — обижаться, сердиться
#
(ново)греческий словарь
—
συρτάρι
—
χυνόπωρο
—
ιστορία
—
απόγκρεμος
—
κοκκύζω
—
δαιμονικός
—
αρτιγενής
—
εκφυλιστικά
—
υπερτασικός
—
ξοπλίζω
—
κλαρίτης
—
ακορδέλλιοστος
—
σαρκοφαγώ
—
πρεσβεύω
—
βρουχιέμαι
—
βαλσαμικός
—
περιφραστικά
—
παραγραφή
—
φρύδι
—
σπερματοκύτταρο
—
βομβυκοτροφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве