|
ездить на велосипеде #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ездить на велосипеде? — ποδηλατώ как с (ново)греческого переводится слово ποδηλατώ? — ездить на велосипеде — πουτσάρα — αφαρμάκευτος — γενική — σιγαροποιείο — γωνιομετρικός — εμφρακτήρας — αμνήστευτος — αφυσητός — κακοστομάχιασμα — ράβω — αεριωθούμενο — αυθαδώς — ηδυπάθεια — εισπίπτω — νοστιμεύομαι — τζίτζικας — κοκκινοσκούφης — ευκαταφρόνητος — βουκκιά — κηροπλαστικός — κανονίζω |
|||