Новогреческий словарь
γιουρούκος
γιουρούκ|ος
ο
неряха, невежа; вахлак
(разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неряха
? —
γιουρούκος
как на
(ново)греческом
будет слово
невежа
? —
γιουρούκος
как на
(ново)греческом
будет слово
вахлак
? —
γιουρούκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιουρούκος
? — неряха, невежа, вахлак
#
(ново)греческий словарь
—
τετράωρο
—
αλαφρονούσα
—
Γάλλος
—
αρχιτεκτονικός
—
δωδεκάωρος
—
υποστατός
—
δυνατός
—
προσηλωμένος
—
βαφτιστής
—
ξεκόφτω
—
περιαιρετός
—
ελατοσίδηρος
—
εμποροκαπετάνιος
—
λευκοϊκτίς
—
σπληνάντερο
—
στάξη
—
σαβάνα
—
αποικοδομήσιμος
—
χαμάμ
—
μεγαλοπρέπεια
—
αντίστιξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,