|
кудахтать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кудахтать? — κακκαρίζω как с (ново)греческого переводится слово κακκαρίζω? — кудахтать — αρριβάρω — πολυμάθεια — διεκπεραιωτής — τσιγαροθήκη — κατηχήτρια — δουλεμπορικό — καπάτσος — πτωμαΐνη — γνωμοδότηση — αποστρατιωτικοποιώ — συγκροτούμαι — λοφωτός — ηγετικός — εξόριστος — στελέχωση — εντομοφθόρος — πολέμιος — αλκή — σεμνοτυφία — μούτσουνο — συμψηφιστικός |
|||