|
воодушевляющий, ободряющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воодушевляющий? — εγκαρδκοτικός как на (ново)греческом будет слово ободряющий? — εγκαρδκοτικός как с (ново)греческого переводится слово εγκαρδκοτικός? — воодушевляющий, ободряющий — δασωμένος — μπαουλοντίβανο — εκτητικός — γελέκο — δίφυλλος — φτερολογιέμαι — μαστικός — επωαστήρ — κακομοίρης — βολτάζ — αβούιστος — συνωστισμός — αθεϊστής — ανορθογραφώ — στρατιωτικοποιημένος — τηλεαυτοματική — χαρτοπαικτείο — εξαμμάτισις — κλωστικός — πανέρημος — καλομιλώ |
|||