|
η светляк, светлячок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светляк? — κωλοφωτιά как на (ново)греческом будет слово светлячок? — κωλοφωτιά как с (ново)греческого переводится слово κωλοφωτιά? — светляк, светлячок — γονατισμένος — αντιπροσωπευτικά — θρυμματίζομαι — δισκοειδής — παραλογισμός — υπογονιμότητα — οκλαδίας — αναξιωσύνη — σωματίδιο — δυναμίτιδα — συρισμός — καμινεύς — κατάμακρα — αποξενώνομαι — ταγήνι — αστραποβόλημα — μήνη — φιλοκαλία — εξισώνω — ενδυναμώνω — πηλός |
|||