|
одновременно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновременно? — σύγχρονα как с (ново)греческого переводится слово σύγχρονα? — одновременно — γαλατίζω — καλλικέλαδος — καταχωρίζω — ηλιολατρικά — συνέντευξη — κοπρόσκυλο — λαμπροφόρος — γαλιφάρω — σαγιάκι — ανεύθυνα — στάνταρ — υδροπέπων — ξυλάρμενος — γλυκόλογος — λουμινάλη — γυρώτρια — υπένδυσις — μπαρμπέρισμα — αρωκαρία — ανοιχτόχρωμα — διερμηνευτής |
|||