|
исхудавший, высохший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исхудавший? — σταλαγμένος как на (ново)греческом будет слово высохший? — σταλαγμένος как с (ново)греческого переводится слово σταλαγμένος? — исхудавший, высохший — απολυτοκρατία — πυτιογόνος — μελιστάλαχτος — υποχονδρία — καταναλώτρια — συνεχόμενος — εξωβλάστη — βιβλιοστάτης — διασκορπίζω — υπερκαπιταλισμός — αμετάστρεπτος — πρωτομαρτιάτικος — παραστέκω — μακροκαταληκτώ — εναρμονιστής — λογχισμός — συννέφεια — κολβερτισμός — έρπων — μαστωδυνία — ταυτίζω |
|||