ατμιστήρας

формы словаβ
ατμιστήρας
(-ήρος) ο мед. ингалятор



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ингалятор? — ατμιστήρας
как с (ново)греческого переводится слово ατμιστήρας? — ингалятор


διακονητήςδωρήτριαεξομάλισιςδοκιμαστικόςβομβαρδιστικόπολυφλύαροςαλοφροσέρνωψέκασμαμαϊμουδίστικασυνένωσηκεντυρίωνποιητάκοςκρίκετρωμανικόςσυνυπηρετώσαρκώδηςκαλοστεκούμενοςανείρεοτοςυπεργολάβοςστοίχισηκεραία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit