Новогреческий словарь
μπεκρούλιακας
μπεκρούλιακας
ο
пьяница, пьянчужка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пьяница
? —
μπεκρούλιακας
как на
(ново)греческом
будет слово
пьянчужка
? —
μπεκρούλιακας
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπεκρούλιακας
? — пьяница, пьянчужка
#
(ново)греческий словарь
—
γαιανθρακοφόρος
—
διερράγην
—
γεροντοποιός
—
δασύμαλλος
—
αμήνοτος
—
γαιανθρακαποθήκη
—
φελλιζολ
—
ατριγύριγος
—
φωνογράφημα
—
μονόπορτα
—
αρριζος
—
άχρονος
—
ελλογιμότης
—
υπόλοιπο
—
σαπούνι
—
σκιάζω
—
πλαισιώνω
—
κοσμηματοπονός
—
εργοδοσία
—
οψές
—
νούφαρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,