|
необтёсанный (о камне, дереве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необтёсанный? — αλάξευτος как с (ново)греческого переводится слово αλάξευτος? — необтёсанный — ομόδοξος — ήθηση — χιονισμένος — αποκαρδίζω — αιματόστασις — αναποζημίωτος — σποριάζω — εργολήπτης — φαλαινίς — ματαιοσχολία — απόπτωση — εκραζίτις — εξηντάρης — ευμετάδοτος — ονομαστική — λοξοκοίταγμα — κεντίδι — αισθητηριακός — θυμιάζω — πί — αγοράκι |
|||