|
офранцуживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово офранцуживать? — εκγαλλίζω как с (ново)греческого переводится слово εκγαλλίζω? — офранцуживать — σόδειασμα — σφίγγω — κακός — ερυθροπώγων — μικρογράμματος — άλως — προχειρολογώ — πρωτοχρονιάτικος — παλικαρισμός — γόης — νεροπούλα — πληθυσμογράφος — τηλεοπτήρ — ακαλάμωτος — τρομοκρατία — ταλαιπωρώ — απεργώ — αλλαντοποιείο — διακλαδούμαι — ταβανόβουρτσα — έλκυσις |
|||