|
ο торговец оливковым маслом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец оливковым маслом? — ελαιοπώλης как с (ново)греческого переводится слово ελαιοπώλης? — торговец оливковым маслом — αιμομιξία — αντεπισκέπτομαι — δίαυλος — βουβός — απλοποίηση — σαρκώδης — καρατόμηση — τέ — απόσχισμα — αφωνία — υπερρεαλιστικά — ομόφυλος — μαξιλαροπόλεμος — υψηλόφρων — ιθαγενής — ανίερα — ραδιογραφία — πετσετάκι — κουλτουριάρα — τραπέζι — μασούλημα |
|||