|
ο владелец автобуса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово владелец автобуса? — λεωφορειούχος как с (ново)греческого переводится слово λεωφορειούχος? — владелец автобуса — τετραπλούς — εμπορευματικός — φρακοφορεμένος — πικρογέλαστος — μαντό — πεντηκοστιανοί — παπάς — υπερυψώνω — αναβάτης — ρητίνευση — δαχτυλίδι — περίγελο — ξυστρί — εξίτηλος — παράδαρμα — μαλλούσα — γεροηλιάκας — παλαμικός — τσιπροφονιάς — αφθονώ — μαραγκούδικο |
|||