|
закрытый; запертый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закрытый? — σφαλιστός как на (ново)греческом будет слово запертый? — σφαλιστός как с (ново)греческого переводится слово σφαλιστός? — закрытый, запертый — φουμάδα — υπνοθεραπεία — αποδομήσιμος — συναρπαστικός — δισκόφρενο — εξώφθαλμος — τσαντήρι — βητατρόνιον — γιλέκο — ξεκαθίζω — κολάστρα — φτωχοποιούμαι — χοντρόκοκκος — μπετόν — δίχρωμος — αυτομετατροπέας — ποιοτικός — ρουσφετολογικός — πραξικοπηματίας — αγαθεύω — θρυμμάτιση |
|||