Новогреческий словарь
θεομίσητος
θεομίσητ|ος
нечестивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нечестивый
? —
θεομίσητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεομίσητος
? — нечестивый
#
(ново)греческий словарь
—
αραιότητα
—
μονογαμικός
—
παλαιοανθρωπολογία
—
αγγιχτικός
—
πιδέξιο
—
αρρώστια
—
δάρθηκα
—
κελλάρισσα
—
κοινό
—
δουλεμπόριο
—
σπαρτικός
—
υπνογονία
—
παραβλέπω
—
καπατσοσύνη
—
δραματουργώ
—
θεμελιωτής
—
ανθρωπότητα
—
μεγαλήγορος
—
ανακατάταξη
—
φουσάτο
—
αταύτιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,