κοσμηματοπώλις

формы словаβ
κοσμηματοπώλις
(-ιδος) η ювелир (продавщица)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ювелир? — κοσμηματοπώλις
как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματοπώλις? — ювелир


οργίζομαιπλάτανοδέκατααμμώδηςμεταβλητότηταμωροφιλόδοξοςσωτρόπιβρωμερότηταβουρκάριφιλώχανάτογράφωσυνταγματάρχηςραβδιστήριπρεζόνισυμβουλευτικόςπρύτανιςκουμαντοδόροςημερονύκτιοςτσελιγγόπούλαψιλολόγιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit