|
(-ιδος) η ювелир (продавщица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ювелир? — κοσμηματοπώλις как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματοπώλις? — ювелир — οργίζομαι — πλάτανο — δέκατα — αμμώδης — μεταβλητότητα — μωροφιλόδοξος — σωτρόπι — βρωμερότητα — βουρκάρι — φιλώ — χανάτο — γράφω — συνταγματάρχης — ραβδιστήρι — πρεζόνι — συμβουλευτικός — πρύτανις — κουμαντοδόρος — ημερονύκτιος — τσελιγγόπούλα — ψιλολόγιά |
|||