Новогреческий словарь
διαψύχω
διαψύχω
(αόρ. διέψυξα, παθ. αόρ. διεψύγην)
охлаждать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
охлаждать
? —
διαψύχω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαψύχω
? — охлаждать
#
(ново)греческий словарь
—
ινδοευρωπαϊκός
—
περάτωση
—
Κόπτης
—
γοργοφτέρωτος
—
ξεσκουριάζω
—
απαρνιέμαι
—
ζουριάζω
—
ομοιοκαταληξία
—
καλάμινος
—
λουθηρανικός
—
εντύλιγμα
—
συνάφεια
—
ανακαλυπτικός
—
κατσίκι
—
νομεύς
—
ουτοπία
—
αιμόπτυση
—
κατασβεστικός
—
ασβέστι
—
λεπτομέρεια
—
γέννημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω