|
ο любительство, дилетантство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любительство? — ερασιτεχνισμός как на (ново)греческом будет слово дилетантство? — ερασιτεχνισμός как с (ново)греческого переводится слово ερασιτεχνισμός? — любительство, дилетантство — μενδρεσές — δενδρώδης — χαστούκισμα — μεθαυριανός — χρυσοπλούμιστος — γεάνθραξ — παραφύομαι — οποίος — δανειοδοτώ — ναυαγοσωστικό — φλογάτος — αγαργάλιστος — κουράζω — απέθανον — ίσιωμα — εξυπηρετικός — ιπποκόμος — φαναρτζίδικο — σιφωνίζω — καραγκούνικος — ανεξακρίβωτος |
|||