|
законодательный; ~ή εξουσία — законодательная власть; ~ό διάταγμα — законодательный акт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово законодательный? — νομοθετικός как с (ново)греческого переводится слово νομοθετικός? — законодательный — διοικητής — απομονωτικός — γαλουρίζω — συνειδητοποιούμαι — καπνιστήρι — αποκαμωμένος — μελλοντικός — παρτέντζα — θανά — πηγαδίσιος — οξύμωρο — έρμα — ανάβω — προγονισμός — γόρδιος — μπαίγνιο — αψώμωτος — λαρυγγοτραχείτις — κερατάκι — υδρόμελι — αφανίζω |
|||