Новогреческий словарь
οσφρητικότητα
οσφρητικότητα
(-ητος) η
чувство обоняния, острота обоняния
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чувство обоняния
? —
οσφρητικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
острота обоняния
? —
οσφρητικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οσφρητικότητα
? — чувство обоняния, острота обоняния
#
(ново)греческий словарь
—
συντήρηση
—
χαμαίφυτο
—
διασκελω
—
γυναικίσια
—
αδιπλάριστος
—
ακουστική
—
αμλέτιος
—
κόνδωρ
—
συνοφρυώνομαι
—
αροκάρια
—
κορακοζώητος
—
απύρετος
—
μπλούζ
—
πάστρεμα
—
ουρανοξύστης
—
αγουροξυπνώ
—
κατωσάγονο
—
πεντακόσιοι
—
ψεκαστήρας
—
προγενέστερος
—
αιθερόδρομα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,