|
1. японский; 2. (ή) японский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово японский? — γιαπωνέζικος как на (ново)греческом будет слово японский язык? — γιαπωνέζικος как с (ново)греческого переводится слово γιαπωνέζικος? — японский, японский язык — ολότυφλος — αβροδίαιτος — εγκάθειρξη — αναλακτίζω — τριακόσια — ακροπελαγιά — παιδαγωγία — γκαρσονιέρα — κνίδωση — αποχαιρετίζομαι — πλεονάζω — χαζολόγημα — ανθρωπινά — γαστροσκόπία — ουροφόρος — άγαρμπα — αλιχούδευτος — ληστεία — αγριλίσιος — εκτελεστήριον — πονοψυχιά |
|||