φάνηκα

формы словаβ
φάνηκα
аор. от φαίνομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово φάνηκα? —


ψωροπερηφάνειαβλαβερόςπροσιτόςκαραβόσκαροακετυλένιονερεθίζομαισωσίβιοςσπεκουλαδόραδασώνωαλητεύωεκτίναξητσόχινοςκλάκαστροβίλισμαπροπαίρνωπροπαιδευτικόςαμαρταίνωξεφασκιώνωγαρμπόζοςδιαφθοράφλεβαριάτικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit