|
аор. от φαίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φάνηκα? — — ψωροπερηφάνεια — βλαβερός — προσιτός — καραβόσκαρο — ακετυλένιον — ερεθίζομαι — σωσίβιος — σπεκουλαδόρα — δασώνω — αλητεύω — εκτίναξη — τσόχινος — κλάκα — στροβίλισμα — προπαίρνω — προπαιδευτικός — αμαρταίνω — ξεφασκιώνω — γαρμπόζος — διαφθορά — φλεβαριάτικος |
|||