|
держаться за руки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово держаться за руки? — χεροκρατιέμαι как с (ново)греческого переводится слово χεροκρατιέμαι? — держаться за руки — βουτυράτος — χήνα — γναφέας — θαλασσόδαρτος — τολμητίας — αρχαιολάτρισσα — γένειο — μονοπωλιακός — σαμιώτικος — βαττολόγος — αποβίωση — σπεσιαλιτέ — νομισματοσυλλέκτης — σβησμένος — καπακώνω — τρίμερος — θεοποιημένος — αποστερώ — χινόπωρο — μασούρισμα — εκφαίνομαι |
|||