|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεθερμηνευόμενος? — — λεπτοφυής — σχετικά — αλεπουνουρά — σοκακιάρης — σύνταξη — σκύλιασμα — νοολογία — αποδρώ — κυπρί — περικαυλίς — υποχώρηση — αμίλητος — περβάζι — αναποχώρνστος — αμπελόεις — απροσκάλεστος — φιαλόσχημος — οδοντίνη — εγκαθιστώ — προσωμίδα — κοσμοσύχναστος |
|||